25/04/2024
Ελλάδα | Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014 - 16:07

«Σχεδόν αναπόφευκτο το νέο μνημόνιο»

Αποθαρρυντικά τα συμπεράσματα από την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου της Βουλής για την παρακολούθηση του Προϋπολογισμού

Σχεδόν αναπόφευκτη θεωρεί την υπογραφή νέας δανειακής σύμβασης που θα συνοδεύεται και από το ανάλογο πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας το Γραφείο της Βουλής για την παρακολούθηση του Κρατικού Προϋπολογισμού στην έκθεση που συνέταξε για το τρίμηνο Απρίλιος - Ιούνιος 2014.

Οι συντάκτες της έκθεσης παραδέχονται μεν ότι στο προηγούμενο τρίμηνο η κατάσταση της οικονομίας βελτιώθηκε, ωστόσο για το αμέσως επόμενο διάστημα οι εκτιμήσεις τους είναι ανησυχητικές και υποστηρίζουν ότι απαιτείται πιο θαρραλέα και αποφασιστική πολιτική για να επιλυθούν τα προβλήματα της χώρας.

«Αν δεν επιτευχθούν στο μέλλον υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης δεν θα υπάρξει γρήγορη και αισθητή βελτίωση της απασχόλησης και, αντίστροφα, αν η ανεργία παραμείνει σε υψηλά επίπεδα θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες, τη δυνητική παραγωγή στο μέλλον. Προς το παρόν, οι προβλέψεις ιδίως για ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης από το 2015 βαρύνονται με μεγάλες αβεβαιότητες. Με άλλα λόγια η δυναμική της ανάκαμψης είναι ακόμα ασθενής παρά την ανάσχεση της ύφεσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο συμπέρασμα της έκθεσης.

Πηγές αυτής της αβεβαιότητας αποτελούν το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, η επενδυτική άπνοια, η άτολμη δημοσιονομική εξυγίανση, η έλλειψη συναίνεσης των πολιτικών κομμάτων και οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.

Ειδικότερα στην έκθεση επισημαίνεται:

Α) «Το τραπεζικό πρόβλημα παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που επιτεύχθηκαν δεν έχει λυθεί, καθώς εκκρεμεί λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται και να περιορίζουν τις δανειοδοτικές ικανότητες των τραπεζών». Εκτιμούν ότι σχεδόν το 40% των δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά) είναι «κόκκινα» και προσθέτουν πως «σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, το οποίο ξεπερνά επίπεδα άλλων χωρών που έχουν οδηγήσει σε συστημικές κρίσεις».

Β) «Οι υστερήσεις των μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκαλέσουν εκ νέου άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της χώρας. Πρέπει να τονισθεί ότι ακόμα και χωρίς μνημόνιο η χώρα θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό εποπτεία -τη φορά τούτη των αγορών που θα αντικαταστήσουν την τρόικα- αν δεχθούμε ότι δεν θα προσφύγει στον ΕΜΣ. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα προσφεύγει για δάνεια σε αυτόν ή σε κάποιο ad hoc διακρατικό "όχημα". Στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν νέες συμβατικές δεσμεύσεις. Η Ε.Ε. υπολογίζει ότι την διετία 2014-2015, οι επιπρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες (additional financing requirements) της Ελλάδας θα ανέλθουν σε € 14,9 δισ. (€ 2,6 δισ. για το 2014 και € 12,3 δισ. για το 2015). Αν επιβεβαιωθεί, η Ελλάδα θα πρέπει ή να συνεχίσει να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές (πράγμα που ήδη συναντά δυσκολίες) ή να προσφύγει στον ΕΜΣ που συνεπάγεται νέο πρόγραμμα προσαρμογής (και σχετική σύμβαση) σύμφωνα με τους κανόνες του μηχανισμού».

Γ) «Οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν».

Δ) «Η δημοσιονομική εξυγίανση εξακολουθεί να είναι δρόμος μετ’ εμποδίων».

Ε) «Το δημόσιο χρέος αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και κάνει επιφυλακτικούς τους σοβαρούς εγχώριους και ξένους επενδυτές».

ΣΤ) «Παραμένει η εξαγωγική άπνοια παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους. Προφανώς, η άπνοια οφείλεται σε σειρά ολόκληρη δομικών-θεσμικών παραγόντων όπως το υψηλό κόστος ενέργειας που επιβαρύνει το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, η υψηλή φορολογία και το διοικητικό κόστος».

Ζ) «Μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί κάποια ελάχιστη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι η συνέχεια σε βασικά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν είναι σίγουρη».

Η) «Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας δεν είναι όμως τόσο η ποιότητα των νέων κανόνων, όσο η εφαρμογή τους. Η παραίτηση του γ.γ. Δημοσίων Εσόδων έδειξε ότι κάθε προσπάθεια περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας υπουργών να παρεμβαίνουν, αντιμετωπίζει μεγάλα εμπόδια».

Θ) «Επίσης, μας υπενθύμισε, μαζί με άλλα φαινόμενα, ότι η χώρα πάσχει από επίμονη θεσμική αστάθεια. Σημειώνουμε ότι η σύσταση της Γ.Γ. και η επιλογή μόνιμου προϊσταμένου της με τις γνωστές αρμοδιότητες, ήταν δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να περιορισθεί ο κομματικός έλεγχος των φορολογικών μηχανισμών του κράτους. Αποτέλεσε μια από τις πολλές θεσμικές καινοτομίες που επιχειρούνται στη χώρα υπό την πίεση της τρόικας. Ήταν, μάλιστα, προαπαιτούμενη δράση για να καταβληθούν δόσεις της δεύτερης δανειακής σύμβασης. Ο γ.γ. ανέλαβε μετά από πολλές καθυστερήσεις την 1.1.2013 με πενταετή θητεία. Ο ρόλος του δεν ήταν να νομοθετεί, αλλά να εφαρμόζει την κυβερνητική πολιτική όπως αποτυπώνεται στους νόμους. Με την ίδρυση της Γραμματείας (και άλλες θεσμικές αλλαγές) πήγαινε τουλάχιστον να κλείσει η πόρτα για πολιτικές επιρροές στο στάδιο της εφαρμογής των νόμων που τροφοδοτούσαν, μαζί με τις συνεχείς αλλαγές των ίδιων των φορολογικών νόμων, μια κατάσταση συνεχούς ρευστότητας στο φορολογικό σύστημα. Ας σημειωθεί ότι η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι ο κ. Θεοχάρης πέτυχε τους στόχους που του είχαν καθορισθεί».

Ι) «Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ για την Ελλάδα στηρίζονται σε παραδοχές που μπορεί να διαψευσθούν. Στην περίπτωση ακόμη και μικρών αποκλίσεων από τα πλεονάσματα ή επιτόκια δανεισμού, θα επερχόταν μια καταστροφική έκρηξη του λόγου χρέους. Προς το παρόν και παρά κάποιες επίσημες αισιόδοξες προσδοκίες, ο λόγος χρέους εξακολουθεί να αυξάνεται. Η Ε.Ε. προβλέπει ότι ως το τέλος του 2014 το χρέος της γενικής κυβέρνησης από € 318,6 δισ. θα ανέλθει σε € 322,3 δισ., με συνέπεια από 175,0% να αυξηθεί σε 177,2% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν)».

Τέλος, οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει ως τώρα υπολείπονται του στόχου τους, ο οποίος είναι να επηρεάσουν θετικά και αισθητά την οικονομία. Αυτό το αποδίδουν στο ότι μόνο το 30% των προαπαιτούμενων έχει ολοκληρώσει η κυβέρνηση.

Μοιραστείτε το: