26/04/2024
Εθνικές ομάδες | Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019 - 12:09

Ιστορίες... τρέλας με μητέρες και συζύγους στο Euro 2004

Η ιστοσελίδα της ΕΠΟ φιλοξενεί τέσσερις ιστορίες με πολύ γέλιο από την ιστορική βραδιά

Η ιστορικότερη ημέρα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όσοι ζήσαμε την 4η Ιουλίου του 2004 δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ και όλοι έχουμε ιστορίες να διηγηθούμε.

Θυμόμαστε το πού ήμασταν, με ποιους, τι κάναμε και – κυρίως – πώς το πανηγυρίσαμε.

Με αφορμή την συμπλήρωση 15 ετών από την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, η ΕΠΟ φιλοξενεί στην επίσημη ιστοσελίδα της τέσσερις ιστορίες με πρωταγωνίστριες... μητέρες και συζύγους.

Αναλυτικά το κείμενο: «Τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου 2004 όλοι οι Έλληνες βρέθηκαν στους δρόμους να γιορτάζουν. Από τους πανηγυρισμούς για το θαύμα της Εθνικής, δεν έλειψε βέβαια το χιούμορ, ούτε όμως και  η Ελληνίδα μάννα και σύζυγος, πρωταγωνίστρια στις τέσσερις μικρές ιστορίες της βραδιάς του τελικού που ακολουθούν.

Με το τελευταίο σφύριγμα του Μάρκους Μερκ, όλοι οι Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους. Λες και δεν ήταν ο ήχος της σφυρίχτρας του Γερμανού ρέφερι, αλλά ο ήχος μιας μαγικής φλογέρας που ήχησε κατευθείαν στις καρδιές των απανταχού Ελλήνων. Η μεγάλη γιορτή είχε ξεκινήσει στις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας και του εξωτερικού, όπου χτυπά η καρδιά του Ελληνισμού.

Τα περιστατικά είναι πολλά και ο καθένας μας έχει κάτι να θυμάται και να διηγείται από την πιο μεγάλη, την πιο γλυκιά και  την πιο… ενωτική βραδιά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μια βραδιά που μπορεί να συγκριθεί μόνο με ιστορικές στιγμές - σταθμούς του ελληνισμού.  Σήμερα, 15 χρόνια μετά, έχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσο πολλά, τόσο όμορφα πράγματα, από εμπλεκόμενους και μη. Ίσως λοιπόν ήρθε η ώρα για κάτι διαφορετικό: Διηγήσεις γεμάτες συγκίνηση και στιγμές γέλιου. Οι ήρωες, άγνωστοι, απλοί φίλαθλοι. Οι αφηγητές των μικρών μας ιστοριών, όχι ποδοσφαιριστές, προπονητές ή παράγοντες. Φίλαθλοι, απλοί φίλαθλοι που λατρεύουν τη «στρογγυλή Θεά» και την Εθνική μας ομάδα. Αλλά κυρίως, η Ελληνίδα μάννα και σύζυγος. Βράχος και κολόνα του σπιτιού, αλλά τη βραδιά του θαύματος, λύγισε κι εκείνη. Μέχρις ενός σημείου βέβαια, όπως θα διαβάσετε στις τέσσερις ιστοριούλες που ακολουθούν.

1. Και κλάμα η…κυρία!

Διηγείται ο Φ.Ζ: "Λίγους μήνες πριν το EURO 2004, οκτώ φίλοι δημοσιογράφοι του αθλητικού χώρου αποφάσισαν, πέραν της βασικής τους δουλειάς, να φτιάξουν ένα αθλητικό σάιτ. Τις μέρες της τελικής φάσης, ένας εξ αυτών, φίλος και κουμπάρος μου, βρισκόταν στην Πορτογαλία με το μέσο όπου εργαζόταν και στο περιθώριο της δουλειάς του έδινε το ρεπορτάζ των αγώνων της Εθνικής σε μένα. Το βράδυ του τελικού φυσικά μου τηλεφώνησε. “Δε θα σου πω τίποτε αγωνιστικό”, ξεκινάει.. “Το είδες το ματς. Θα σου πω μόνο για τη θάλασσα από Έλληνες που έχει ξεχυθεί εδώ στην κεντρική πλατεία της Λισαβόνας…” . Παύση… Σύντομα καταλαβαίνω ότι έχει συγκινηθεί. Σε μερικά δευτερόλεπτα, ξέρω, ακούω, ότι κλαίει γοερά. Με αναφιλητά! Με παίρνουν τα ζουμιά και μένα… Κλαίμε και οι δύο σα μωρά παιδιά. Μπαίνει στο δωμάτιο η γυναίκα μου… “Τι γίνεται, ποιος είναι;”  Της απαντώ με δυσκολία πως είναι ο κουμπάρος από την Πορτογαλία. Κλείνουμε το τηλέφωνο. Εξηγώ στη σύζυγο και βγαίνω στο μπαλκόνι. Μπαίνω μετά από δέκα λεπτά, αφού με έχουν συνεπάρει οι φωνές, οι κόρνες και τα πυροτεχνήματα και έχω σταματήσει το κλάμα. Βλέπω τη γυναίκα μου να μιλά στο τηλέφωνο και να κλαίει με λυγμούς. «Με ποιον μιλάς» τη ρωτάω. Που να απαντήσει… Αρκετή ώρα αργότερα έμαθα πως είχε πάρει την κουμπάρα, τη σύζυγο του φίλου και συναδέλφου που μιλούσα νωρίτερα, για να καλαμπουρίσουν και να μας πειράξουν για τη συγκίνησή μας. “Μα πως κάνουν για το ποδόσφαιρο”, έμαθα, στον δρόμο για την κεντρική πλατεία της πόλης μας, πως ήταν η αρχή του διαλόγου των δύο κυριών…"

2. Πήγε για…ψάρεμα!

Ο Θ.Π. είναι ελεύθερος επαγγελματίας και ζει στο Κυριάκι της Βοιωτίας, μεγάλο ορεινό χωριό της ευρύτερης περιοχής της Λειβαδιάς. Τον τελικό, όπως και όλα τα ματς, τον είδε στην υπέροχη πλατεία του χωριού του με τον τεράστιο γεροπλάτανο. Εκεί εδρεύουν δυο τρία καφενεία και φυσικά οι ψησταριές. Ο ίδιος αφηγείται: "Με το που πέτυχε το γκολ ο Χαριστέας, φίλος από την παρέα που έχει φάει έως εκείνη τη στιγμή πάνω από ενάμισι κιλό παϊδάκια, χώρια τα… γύρω γύρω, πετάγεται απάνω, και παραπονιέται πως έχουμε σκάσει πια από το κρέας, και δεν είναι κατάσταση αυτή στα μέρη μας και θα πάθουμε τίποτε στο τέλος. Εννοείται πως και το κρασί έρεε άφθονο στην παρέα. Κάνω αστραπιαία σκέψη και του λέω, πως αν πάρουμε τελικά την κούπα, θα φέρω φρέσκα ψάρια να τα ψήσουμε εδώ στο μαγαζί, αλλά με τη δέσμευση ότι θα φάει και από αυτά. Απόρησε που θα βρω ψάρια λίγο πριν τις δώδεκα το βράδυ στα 800 μέτρα υψόμετρο, αλλά φυσικά δεν του αποκάλυψα πως από το μεσημέρι είχαμε στο σπίτι ξεπαγώσει τέσσερις μεγάλους σαργούς για την επόμενη μέρα. Έχω τον ψαρά μου, θα στα φέρω, θα φέρω τέσσερις σαργούς του λέω, εσύ θα φας και από αυτά; Μου απαντά πως σίγουρα θα φάει τους δύο.

… Έφυγα σαν τον κλέφτη για να μη δει η παρέα ότι πάω προς το σπίτι. Έκατσα λίγο με την οικογένεια, όχι τόσο που να δικαιολογεί την κάθοδό μου στην Αντίκυρα, αλλά ποιος νοιαζόταν, κανείς δεν κρατούσε χρονόμετρο, άλλωστε οι υπόλοιποι ήξερα πως ήδη θα είχαν τρελάνει τον Γιάννη στο πείραγμα. Γύρισα με το αυτοκίνητο και τους σαργούς. Τους έψησαν τα παιδιά στο μαγαζί. Πειράζαμε τον Γιάννη πως θα σκάσει αν φάει έστω μια μπουκιά. Έφαγε τρεις σαργούς… Πότε θα ξαναπάρει η Εθνική το Ευρώ, μας είπε στη δική μας ντοπιολαλιά… Τότε η Μάρω, η γυναίκα του, που τον είχε προειδοποιήσει να μην τρώει τόσο, τον άρπαξε από το μπράτσο και με την απειλή ότι θα ξαναφάει σε μια βδομάδα, τον οδήγησε προς το σπίτι στην άκρη της πλατείας. Ο Γιάννης ακολούθησε, γυρνώντας προς το μέρος μας και γελώντας σε όλη την -είκοσι μέτρων- διαδρομή ως την πόρτα του σπιτιού του, όπου, μόλις έφτασε, μου φώναξε: φύλαξέ μου και τον τέταρτο σαργό για αύριο. Τότε, δέχθηκε μια φιλική σπρωξιά από τη σύζυγο που τον ώθησε προς την είσοδο του σπιτιού…"

3. Το μωρό στον αέρα!
Ο Μ.Λ. διατηρεί θαλάσσιο ταξί στην Ύδρα. Τον τελικό τον είδε στη χώρα, στο λιμάνι του γραφικού και ιστορικού νησιού, που έζησε μεγάλες στιγμές τη βραδιά της 4ης Ιουλίου 2004, όπως όλη η Ελλάδα. "Βλέπαμε το ματς σε πολύ γνωστό καφέ μπαρ του νησιού, με φίλους, ένας εκ των οποίων και ο ιδιοκτήτης του καφέ, φρέσκος μπαμπάς τότε, με το γιο του περίπου 15 μηνών. Το μαγαζί το είχε με τη γυναίκα του και τον αδελφό της και το δούλευαν και οι τρεις μαζί τους καλοκαιρινούς μήνες. Πρέπει να ήπιαμε στις δύο ώρες του τελικού όσες μπύρες είχαμε πιει ως τότε στη ζωή μας. Ο Στέφανος ήταν πανευτυχής. Σηκώνεται, κοιτάζει γύρω του, βλέπει το μωρό να χαμογελά στο καρότσι, που να κοιμηθεί το παιδί με το χαμό που γινόταν. Κάτι λέει στον κουνιάδο του, ο άλλος γελάει, ο Στέφανος παίρνει το μωρό αγκαλιά, ο κουνιάδος απέναντι, όρθιοι κι οι δύο στα 3-4 μέτρα απόσταση κι αρχίζουν να πετούν το μωρό, που είχε λυθεί στα γέλια, ο ένας στον άλλον. Δεν ήταν κάτι τρομερό για μας, που τόχαμε ξαναδεί και ξέραμε ότι και ο μικρός το διασκεδάζει, ωστόσο το μεγάλο γέλιο ήταν η αντίδραση μιας Γαλλίδας -που μάλιστα υποστήριζε φανατικά την Ελλάδα στον αγώνα. Μπήκε ανάμεσα στον μπαμπά και τον θείο, κι άπλωνε τα χέρια λες και θα άρπαζε το μωρό στον αέρα. Ήταν και κοντούλα όμως και δεν το έφτανε κι οι άλλοι το συνέχιζαν μέχρι που η Γαλλιδούλα έβαλε τα κλάμματα. Τότε παρενέβησαν οι… μεγάλες δυνάμεις. Η μητέρα του παιδιού που ως τότε δεν ανησυχούσε, αντιθέτως γελούσε έχοντας εμπιστοσύνη στον άντρα της και στον αδελφό της, ξέσπασε κι άρχισε να τους φωνάζει. Εκείνοι δεν σταματούσαν κι όταν τους απείλησε με ένα… τηγανάκι, άφησαν το μωρό στην αγκαλιά της κι έτρεξαν προς τη θάλασσα όπου και βούτηξαν με τα ρούχα πανηγυρίζοντας. Η Κάλια ξέσπασε τότε σε γέλια, ευτυχισμένη κι αυτή από τη νίκη της Εθνικής και την κούπα. Άφησε το μωρό σε μένα, άρπαξε αγκαλιά τη Γαλλίδα πελάτισσα και γνωστή της και βούτηξαν κι αυτές δίπλα από τις βάρκες στο λιμάνι…"

4. Πάρε κόσμε!

Αφηγείται ο Π.Μ., κάτοικος Θεσσαλονίκης. "Βλέπαμε τον τελικό σε συνοικία της Θεσσαλονίκης, στο σπίτι του αδελφού μου Γ.Μ. που διατηρεί εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας στον όροφο κάτω από το διαμέρισμά όπου ζει με την οικογένειά του. Επειδή μαζευτήκαμε αρκετοί,  φίλοι όλοι και ποικίλων συλλογικών προτιμήσεων, αλλά πάντως φίλοι και λάτρεις της Εθνικάρας μας, κατεβήκαμε να δούμε το ματς στο εργαστήριο, όπου υπήρχε και μεγάλων διαστάσεων έγχρωμη τηλεόραση. Ο αδελφός μου Γ. Μ., δεν πίνει συχνά,  γι αυτό και όποτε πιει τον πιάνει, τον πειράζει. Μέχρι να τελειώσει το ματς, ο τελικός, είχε κατεβάσει αρκετό κρασί, πολύ για τα δεδομένα του. Από την αγωνία του βέβαια. Και οι υπόλοιποι, δε θα πω ψέμματα, αλλά ο Γιάννης ήταν ο άμαθος. Με το που τέλειωσε το παιχνίδι λοιπόν, πετάχτηκε απάνω, πήγε στον πάγκο όπου είχαν με τη γυναίκα του και τους συνεργάτες του τα ημιτελή ασημένια κοσμήματα (ευτυχώς τα χρυσά ήταν πιο μακριά…), πήρε όσα χωρούσαν στις τεράστιες χούφτες του, γιατί είναι και ιδιαίτερα σωματώδης, βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να πετά κοσμήματα από τον πρώτο όροφο κάτω στον δρόμο, φωνάζοντας: πάρε κόσμε, πάρε κόσμε, εδώ τα καλά κοσμήματα! Δεν περνούσαν άνθρωποι, το σπίτι και το εργαστήριο είναι σε συνοικία κι ο κόσμος είχε ήδη φύγει για την Τσιμισκή και την Αριστοτέλους και προλάβαμε να κατέβουμε και να μαζέψουμε τα περισσότερα, πριν φύγουμε κι εμείς για το κέντρο. Ο Γιάννης δεν ήρθε. Είχε να δώσει κάποιες εξηγήσεις στη γυναίκα και συνέταιρό του στην επιχείρηση. Πέρα από αυτό όμως, δε νομίζω ότι ήταν σε θέση να περπατήσει…"».

Μοιραστείτε το: